Εντερική και Παρεντερική Σίτιση

Η επαρκής θρεπτική υποστήριξη είναι θεμελιώδης για την ανάρρωση και τη διατήρηση της υγείας ασθενών που δεν μπορούν να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες μέσω της φυσιολογικής από το στόμα πρόσληψης τροφής.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται μέθοδοι τεχνητής διατροφής, κυρίως η εντερική και η παρεντερική σίτιση, που αποτελούν αναπόσπαστα εργαλεία στη σύγχρονη κλινική πρακτική.

Η εντερική σίτιση αξιοποιεί το πεπτικό σύστημα για την παροχή θρεπτικών στοιχείων, ενώ η παρεντερική σίτιση παρέχει θρεπτικά συστατικά απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος, παρακάμπτοντας το πεπτικό σύστημα.

Και οι δύο μέθοδοι είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της θρεπτικής κατάστασης, την αποφυγή επιπλοκών υποθρεψίας και τη βελτίωση της κλινικής πορείας των ασθενών.

Εντερική Σίτιση

Η εντερική σίτιση είναι η πρώτη επιλογή όταν ο ασθενής δεν μπορεί να τραφεί επαρκώς από το στόμα αλλά το γαστρεντερικό του σύστημα παραμένει λειτουργικό.

Η χορήγηση της τροφής γίνεται με ειδικά διαλύματα, μέσω σωλήνων (καθετήρων), που παρακάμπτουν τη φυσιολογική μάσηση και κατάποση.

Η πιο συχνή μέθοδος είναι η ρινογαστρική σίτιση, όπου ένας λεπτός σωλήνας εισάγεται από τη μύτη και καταλήγει στο στομάχι.

Άλλες μέθοδοι είναι η ρινονηστιδική (με τον σωλήνα να καταλήγει στο λεπτό έντερο), η γαστροστομία (διαδερμική τοποθέτηση καθετήρα στο στομάχι) και η νηστιδοστομία (καθετήρας στο λεπτό έντερο).

Οι δύο τελευταίες επιλέγονται σε ασθενείς με ανάγκη για μακροχρόνια εντερική διατροφή, όπως σε σοβαρές νευρολογικές παθήσεις ή μετά από χειρουργεία του ανώτερου πεπτικού.

Η εντερική σίτιση προτιμάται έναντι της παρεντερικής, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εντερικής χλωρίδας και της ακεραιότητας του εντερικού φραγμού, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο λοιμώξεων και επιπλοκών.

Ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπως εγκεφαλικά επεισόδια με δυσφαγία, σοβαρούς τραυματισμούς στο πρόσωπο ή στον λαιμό, εκτεταμένα εγκαύματα, βαριά καχεξία λόγω καρκίνου, ή σε καταστάσεις όπου ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα αλλά το έντερο λειτουργεί.

Τα διαλύματα που χρησιμοποιούνται είναι ειδικά σχεδιασμένα ώστε να περιέχουν πλήρες προφίλ πρωτεϊνών, υδατανθράκων, λιπών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων, ενώ μπορεί να περαστεί και αλεσμένη τροφή. 

Παρεντερική Σίτιση

Η παρεντερική σίτιση εφαρμόζεται όταν η λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος είναι ανεπαρκής ή αδύνατη, όπως σε πλήρη εντερική απόφραξη, βαριές περιπτώσεις σύνδρομου βραχέος εντέρου, εκτεταμένες φλεγμονές του εντέρου (π.χ. οξεία έξαρση νόσου Crohn), ή μετά από χειρουργικές επεμβάσεις που καθιστούν αδύνατη τη φυσιολογική διατροφή.

Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες: μερική παρεντερική σίτιση (PPN), που συμπληρώνει τη λήψη τροφής ή εντερικής σίτισης, και ολική παρεντερική σίτιση (TPN), όπου όλη η απαραίτητη θρεπτική υποστήριξη παρέχεται αποκλειστικά ενδοφλεβίως.

Η παρεντερική σίτιση γίνεται συνήθως μέσω κεντρικής φλεβικής γραμμής (π.χ. καθετήρας σε υποκλείδια ή σφαγίτιδα φλέβα) όταν απαιτείται μακροχρόνια χορήγηση, ενώ για πιο βραχυχρόνια χρήση μπορεί να επιλεγεί περιφερική γραμμή.

Τα διαλύματα περιλαμβάνουν αμινοξέα, γλυκόζη, λιπίδια, ηλεκτρολύτες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, όλα σε ακριβείς αναλογίες ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.

Παρά την υψηλή της αποτελεσματικότητα, η παρεντερική σίτιση σχετίζεται με κινδύνους όπως λοιμώξεις στο σημείο του καθετήρα, διαταραχές ηλεκτρολυτών και ηπατικές επιπλοκές, γι’ αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν η εντερική διατροφή είναι αδύνατη και πάντα υπό αυστηρή ιατρική και διαιτολογική παρακολούθηση.